Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

6. ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ


6. ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ


Καταναλώνομαι άνεργος μες στην αγορά οραματιζόμενος
μια καθωσπρέπει θέση ανάμεσα στα εμπορεύματα. Αλλά
κι ως πότε θα κρατούσαν τα δάνεια κι οι υποθήκες
απ’ τους δήθεν φίλους; Έπεσα διαλυμένος μ’ ένα κόκαλο
στα δόντια του δρόμου.

Κύριε, μη μ’ εγκαταλείπεις! Βόηθα με
να χωθώ με κάθε μέσο μες στου κολποπρωκτού σας
την υπηρεσία για ν’ αλιεύσω ψοφόψαρα
και σκατοχυμούς. Κι είμαι άξιος εγώ να θεραπεύω
με χαπάκια και γάζα κάθε μου
            ψωλομούχλα.

Ω, τότε, άγγελέ μου, επιτέλους θα σου στείλω στα γενέθλια
εκείνη τη βασανισμένη αλυσίδα κι αχ να την τύλιγες
τριγύρω στο λαιμό σου πριν
τον χαρακώσουν οι ρυτίδες. Προς το παρόν
προχώρα. Έστρωσα το ξυπόλυτο γρασίδι μες στις κυδωνιές.
Εντάξει; Ανάλαφρα στα φύλλα των θορύβων
θα πατάς, σαν να πετάς. Απ’ το ποτάμι φτάνουν
οι χωροφυλάκοι. Ολόγλυκό μου! Εμείς
που θα κοσμούσαμε τον κόσμο μ’ ανθισμένα
βρέφη ν’ αποβάλλουμε κάθε τόσο μάζες
σιωπηλές... Ακούς τα γέλια τους; Τι κάνεις;
Έναν αιώνα πια να μου πετάς τα ροδοπέταλα
στον άνεμο! Ακούς τις μπότες τους; Γλυκό μου!
Πάλι θα μας κόψουν. Αχ, λαχταράω
μην ξημερώσουμε αγκαλιά μέσα σ’ εκείνες
τις δημοφιλείς ερπύστριες. Κι ακόμα κάθεσαι;

Εμείς θα κυβερνήσουμε τη λάβα σου, μωρό μου.
Τι δεν την αμολάς να ξεχυθεί στους δρόμους επιτέλους;
                   Με βαρέθηκες;


1 σχόλιο:

  1. Δεν λησμονάς ποιοί οι σοφοί και οι ανθρωπιστές και ποιοί τσακίζαν κόκαλα και λένε τώρα ευχές και πόσο στίλβει η τροχιά του τάδε απλανούς μια και μαντεύεις έντρομος ύποπτους οιωνούς .

    ΑπάντησηΔιαγραφή