Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

23. ΟΘΟΝΟΒΟΜΒΕΣ


23. ΟΘΟΝΟΒΟΜΒΕΣ


Τη νύχτα σκοντάφτουμε συχνά σε χιονοθύελλες και χάνουμε τον προσανατολισμό. Κι ύστερ’ από τόσο καιρό να ’ρχεται κι ο ουρανός και να χιονίζει βροχή τις πύρινες οθονοβόμβες και τα καημένα τα παιδιά να κοιτάν με τα μάτια και τις κραυγές ν’ αντισταθούνε ή στην καλύτερη περίπτωση θα πετούσαμε πέτρες από τα οδοφράγματα.
        
Τότε, καθώς καθόμουν αναμμένος στην πύλη της πόλης, βλέπουμε στα κλαριά των δέντρων να ξεφυτρώνουν πέτρινα κελιά και τ’ άρματα να καταφτάνουν διαμελίζοντας τις λεωφόρους και τα στόματα βουβά να σημαδεύουν κατευθείαν στην καρδιά μας απ’ τις ταράτσες της αγαπημένης τους πρεσβείας. Ε, λέω, τώρα πια θα μας χτυπήσουν. Δεν ξέραμε και προς τα πού να κάνουμε. Μας κύκλωναν από παντού. Μια κόλαση. Ώσπου να ξημερώσει, η χιονοθύελλα έγδαρε απ’ το πετσί μας κάθε ρούχο. Τόσο πολύ. Πρώτη φορά...

Μας πέτυχε η χαραυγή σ’ ένα ξέφωτο οροπέδιο μέσα στην πόλη. Αδειανό. Δεν έβλεπες τίποτα. Μονάχα χιόνι. Χιόνι βουνό μέχρι τα στήθια και μεις μια φάλαγγα ν’ ανηφορίζουμε καβάλα στον καιρό. Και να ’χει κι από πάνω ξεχυθεί και μια λιακάδα και μια γαλήνη που σου ’κοβε τα ήπατα. Πρώτη φορά βουλιάζουμε σε τέτοια γαλήνη. Μετά από τόσα χρόνια πρώτη φορά. Δεν πήραμε και τ’ απαραίτητα μαζί μας ν’ αποκρούσουμε μια τέτοια πιθανότητα. Κι όλα τα σώματα να παγοκελαηδούν ολόγυμνα δρασκελώντας βαθιά το πέτρινο χιόνι. Παγώσαμε. Τώρα; Πώς να συντηρήσουμε τις φλόγες στο πέλαγος ενός πέτρινου οικοδομήματος; Κι ως πότε;

Κάποτε φτάνει και το μακελειό. Σαρώσαν τις πόλεις μας ερπύστριες και ποταμός τ’ αεροπλάνα χύθηκαν στον ουρανό κυκλοπετώντας πάνω απ’ τα κεφάλια μας σαν σε χορό, λες κι αγωνίζονταν να μας διασκεδάσουν. Σε λίγο πέφταν και πολύ χαμηλά, μ’ αποτέλεσμα να λυγίζουμε μέχρι τα σωθικά της πόλης. Πολύ σύντομα τον άλλο χρόνο πρόβαλαν τη μυτούλα τους απ’ τα παράθυρα και τα μυδράλλια και μας πυροβολούσαν δίχως έλεος. Όχι με σφαίρες πια, μα με ψωμί. Σύννεφο τα ψίχουλα με το ψωμί. Μείναμε μ’ ανοιχτό το στόμα. Ψίχουλα το ψωμί, ψίχουλα τ’ άρβυλα, ψίχουλα τα ρούχα, ψίχουλα τα σπίτια, ψίχουλα το κρασί, χάος τα ψίχουλα.

Και τ’ ήθελες να κάνουμε οι ξεβράκωτοι; Περάσαμε τ’ αεροπλάνα για θεούς κι αρχίσαμε τους ύμνους και τις λιτανείες. Μακελειό. Εκεί να δεις ακρωτηριασμένα σώματα να ζωγραφίζουν με το αίμα τους τα τσιμέντα του χιονιού...
        
Πολλοί συντρόφοι μ’ ενθουσιασμό καταταχτήκαν στα πληρώματα των αεροπλάνων, με την πρόθεση να μας βοηθήσουν επιτέλους απ’ το εσωτερικό των φτερωτών συστημάτων, πετώντας μας χωρίς ιδιοτέλεια θησαυρούς με τρόφιμα. Όταν βέβαια είδαν απ’ το επουράνιο κράτος ότι τιναζόμασταν στον αέρα σαν να ’χαμε καταπιεί ναρκοπέδιο είχαν κιόλας καρεκλοποιηθεί ως εμποράκοι του καθεστώτος.
        
Καμιά παρέα σύντροφοι το μεσημέρι βιάστηκαν να ξαπλώσουν χορτασμένοι στην ψυχούλα του χιονιού, ώσπου οι δύστυχοι βράδιασαν στο σπιτάκι τους κι ως την αυγή κατασπαράσσονταν απ’ τα οικόσιτα τσακάλια.

Βέβαια, οι πιο σοβαρές απώλειες εκδηλώθηκαν μετά τη σφαγή. Οι σύντροφοι δε βάσταξαν τον πόλεμο της γαλήνης. Μείναμε πάλι λίγοι. Πήραμε τα κομμάτια μας και πιάσαμε τις σπηλιές ν’ αποφασίσουμε.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου