Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2012

ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ

Οι προηγούμενες αναρτήσεις είναι ποιήματα από την ποιητική σύνθεση του Θόδωρου Πανάγου ΔΟΚΙΜΑΣΙΑ. Τα σχέδια είναι της Σταυρούλας Παπαδάκη.

Γράφτηκε την περίοδο 1983-1984 και βραβεύτηκε σε Πανελλήνιο διαγωνισμό για νέους ποιητές που "προκήρυξε" η εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ το 1985, αν θυμάμαι καλά.
Ποιήματα από την εν λόγω σύνθεση - ενότητα πρωτοδημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό ΠΑΡΟΔΟΣ του ποιητή Κώστα Ριζάκη (έξι ποιήματα στο τεύχος 19, 2008, και πέντε στο τεύχος 33-34, 2010). Θα κυκλοφορήσει εν καιρώ σε βιβλίο.

1. ΕΙΚΟΝΑ


1. ΕΙΚΟΝΑ


Πώς να περάσω από το σπίτι μας, μητέρα,
που το ρημάζει φύλακας στρατός και μες στον κήπο
ανθίζουν τεθωρακισμένα μήλα κι ο πατέρας
πεταλωμένος στο θεμέλιο
                   με την εικόνα μου.  


2. ΟΙ ΦΙΛΟΙ


2. ΟΙ ΦΙΛΟΙ


Μόλις υποχωρήσαν οι εχθροί μας απ’ την πόλη, φτάσαν
τ’ αγαπημένα πλοία με τους φίλους. Κι εμείς να σκοτωνόμαστε
με τις σημαίες στο λιμάνι ποιος να τους πρωτοπάρει
μες στο σπίτι για τα σφαχτά και το κρασί. Κι εκείνοι
να μας βάλουνε στον ύπνο και να καίνε; Ποιος το ’λπιζε...

Ξημερώσαμε μες στις σταχτοκρεμάλες δίχως όπλα.

Κι οι φίλοι μάς δανείζουνε βοήθεια να ζυμώνουμε ψωμί
                   από τη στάχτη και τους σκελετούς.

Δεν έχουμε ζωή σ’ αυτή την πόλη. Πήραμε
τα βουνά για να σωθούμε.


3. ΚΟΥΡΕΛΙΑ

-->
3. ΚΟΥΡΕΛΙΑ

Όταν φωνάζουμε στους  δρόμους μ’ υψωμένα
τα κουρέλια, μας καταβρέχουν απ’ τα παραθύρια
                   πέτρες οι νοικοκυραίοι.
Κι όμως ακόμα χτες, σαν παρελαύναμε
οι νικητές καβάλα στ’ άλογα, μας στεφανώναν μ’ ανθισμένο
                   το ψωμόλουτρο, οι καημένοι!

Κι εμείς να μπαίνουμε σπίτι σε σπίτι ίσως
κι ενώσουμε ξανά τον κόσμο μας που κόπηκε
κομμάτια. Λίγο να ξεχαστούμε και μας έχουνε
                          θερίσει.



4. ΡΟΔΟΝΕΡΟ

-->
4. ΡΟΔΟΝΕΡΟ


Μην ανησυχείς, έλαβα στο ποτάμι το ροδόνερο
που μόνο ο κόλπος σου πολεμάει να δακρύσει.
Σήμερα κιόλας πότισα και τα ξεροκόμματα
και κάθε νύχτα καταπνίγω στις σταγόνες του
το δάκρυ. Πήρα να στέκομαι καλά και να κρατάω
                            πάλι τ’ όπλο.

Και λέω με τον αυγερινό ν’ αλείφω
και στο πρόσωπο κι ως μέσα στην καρδιά, να μη με πιάνει
                            ξένο βόλι.



5. ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


5. ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ


Κατευθύνουν πάντα τα συγκεχυμένα γραφεία, θεότυφλε.
Κι ετούτοι δω... μα να φωλιάσουνε σε νεφελώδεις
διαδρόμους τρομαγμένοι ψηλαφίζοντας τα εύθραυστα
λάφυρά τους και τα λάβαρα; Κι έπειτα μεθυσμένοι
να μασάν μες στον καπνό τα σπλάχνα μου ίσως
κι εξευμενίσουν τους θεούς, οι αλαζόνες.

Λεν πως παράγγειλαν και τ’ άγαλμά τους
                            στην αιωνιότητα.

Θα τους ξεθάψω να γνωρίσουν
                      τα κρανία τους
                     μες στον καθρέφτη.


6. ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ


6. ΚΑΤΑΝΑΛΩΝΟΜΑΙ ΑΝΕΡΓΟΣ


Καταναλώνομαι άνεργος μες στην αγορά οραματιζόμενος
μια καθωσπρέπει θέση ανάμεσα στα εμπορεύματα. Αλλά
κι ως πότε θα κρατούσαν τα δάνεια κι οι υποθήκες
απ’ τους δήθεν φίλους; Έπεσα διαλυμένος μ’ ένα κόκαλο
στα δόντια του δρόμου.

Κύριε, μη μ’ εγκαταλείπεις! Βόηθα με
να χωθώ με κάθε μέσο μες στου κολποπρωκτού σας
την υπηρεσία για ν’ αλιεύσω ψοφόψαρα
και σκατοχυμούς. Κι είμαι άξιος εγώ να θεραπεύω
με χαπάκια και γάζα κάθε μου
            ψωλομούχλα.

Ω, τότε, άγγελέ μου, επιτέλους θα σου στείλω στα γενέθλια
εκείνη τη βασανισμένη αλυσίδα κι αχ να την τύλιγες
τριγύρω στο λαιμό σου πριν
τον χαρακώσουν οι ρυτίδες. Προς το παρόν
προχώρα. Έστρωσα το ξυπόλυτο γρασίδι μες στις κυδωνιές.
Εντάξει; Ανάλαφρα στα φύλλα των θορύβων
θα πατάς, σαν να πετάς. Απ’ το ποτάμι φτάνουν
οι χωροφυλάκοι. Ολόγλυκό μου! Εμείς
που θα κοσμούσαμε τον κόσμο μ’ ανθισμένα
βρέφη ν’ αποβάλλουμε κάθε τόσο μάζες
σιωπηλές... Ακούς τα γέλια τους; Τι κάνεις;
Έναν αιώνα πια να μου πετάς τα ροδοπέταλα
στον άνεμο! Ακούς τις μπότες τους; Γλυκό μου!
Πάλι θα μας κόψουν. Αχ, λαχταράω
μην ξημερώσουμε αγκαλιά μέσα σ’ εκείνες
τις δημοφιλείς ερπύστριες. Κι ακόμα κάθεσαι;

Εμείς θα κυβερνήσουμε τη λάβα σου, μωρό μου.
Τι δεν την αμολάς να ξεχυθεί στους δρόμους επιτέλους;
                   Με βαρέθηκες;


7. ΟΙ ΓΑΛΗΝΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ


7. ΟΙ ΓΑΛΗΝΙΕΣ ΘΑΛΑΣΣΕΣ

Ω, οι σοφές σαπιοκοιλιές κι οι καυλοσκότεινοι
κιρσοί γιορτάζουν την ενθρόνιση του Καίσαρα
μες στη βουλή κορνάροντας την ψωλοτρυπίδα στο ρυθμό
των κρατικών τυμπάνων
               μέσα από τα εαυτοκίνητα.

Απόψε τα εγκαίνια κι η τελετή σου,
Καίσαρα. Ο αρχιεπίσκοπος των βιομηχάνων ραντίζει
με αίμα τις εικόνες.

Και συ, βρε παλιομασκαράκο, με τι περηφάνια
τέλος πάντων το κατάφερες να μεταλάβεις και δολάρια
                       στην άγια τράπεζα.
Τι θες και κρύβεσαι μες στα κεριά και τα γενναία
θυμιατά χαμένος σ’ ένα σύννεφο τροπάρια; Εδώ
το μάθανε κι οι πέτρες στο λιμάνι τι παλλακίδα
                   του Έκτου στόλου είσαι.

Άιντε να ιδούμε τι θα γίνει όταν πεινάσουν
           οι γαλήνιες θάλασσες.


8. Η ΓΛΩΣΣΑ


8. Η ΓΛΩΣΣΑ

Πάνω που σώπαιναν πιάσανε πάλι
τις φοβέρες και τις σκευωρίες, πως τάχα ερεθίζουμε
τη μάζα σε καιρό κοινής ησυχίας τα βάφουμε όλα
μαύρα σπείραμε την καταστροφή να πέσουμε ξανά
              στο πλιάτσικο και τη σφαγή.

Κάποτ’ αλλάζουν και μας τάζουνε μνημεία μάς μνημονεύουν
στα μουσεία ψηλά στους τοίχους μάς κρέμασαν
και φωτογραφία κι ύστερα πελεκάν τη γλώσσα μας
                   και τη σηκώνουν για κατάδική τους
                   ζουρλοπαντιέρα.


9. ΤΑ ΛΟΥΤΡΑ


9. ΤΑ ΛΟΥΤΡΑ

Με διαλύουν στα λουτρά μιας γλυκύτατης
Μακρονήσου καθώς σε μουσικούς αφρούς αστράφτουν
                   θηλυκές εικόνες.

Ωστόσο εγώ νιώθω τη μήτρα σου
σαν σφαίρα αποτυπωμένη πάνω
στα μάρμαρα και λούζομαι ίσως
και με πετύχεις
όπως άλλοτε.


10. ΑΔΕΙΑ ΚΥΜΑΤΑ


10. ΑΔΕΙΑ ΚΥΜΑΤΑ

Χειμώνες τώρα μες στα χαρακώματα μελετάμε
σιωπηλοί την άλλη έφοδο με το μυαλό
μες στη σκανδάλη. Όχι σαν άλλοτε που βάλαμε
                         τα στήθια στα κανόνια.

Και τρέχουν τα καημένα τα παιδιά παλεύοντας
να ξεσηκώσουν τ’ άδεια κύματα κι όλο γυρίζουν
                            πίσω μουδιασμένα.


11. ΠΟΛΕΜΟΣ


11. ΠΟΛΕΜΟΣ

Ομορφούλα, άσε μας ήσυχους, πάμε για πόλεμο.
Να ’χεις τον πλούτο εσύ που τώρα κλείνεις τις κουρτίνες
ν’ αναστατώνεις τα βυζιά σου στους καθρέφτες
                            με την τάξη.

Πιάσαμε ψείρες, ομορφούλα,
και τα γενάκια μας ψοφήσαν απ’ την πείνα.
Δε μας ακολουθάς για ένα ντουφέκι;


12. ΣΤΟΥΣ ΙΣΚΙΟΥΣ


12. ΣΤΟΥΣ ΙΣΚΙΟΥΣ

Όλο στους ίσκιους περπατείς, αγόρι μου, κι όπου
ξεμοναχιάσεις έρμη πέτρα κάθεσαι. Δεν είσαι
παλικάρι εσύ σαν όλα
         να ξεφαντώνεις στις ταβέρνες
και τη γυναικαγορά; Έτσι να ρίξεις τη ματιά σου
στις πιατέλες θα τρέξει ποιος και ποιος
                   να σε προσλάβει
                   μες στο στάβλο
                   για γαμβροεπιβήτορα.
Λοιπόν; Τόσες επιθυμίες, τόσος
πλούτος μες στα σπλάχνα να δώσεις όλο σου
το στόμα μονάχα στην πείνα;
Τι λιώνεις μέρα νύχτα στο κορμάκι της;

Θα σας πετύχουν καμιάν ώρα τ’ αποσπάσματα
και τότε ποιος
θα φέρει πίσω την καρδιά μου
να κρατώ
στον ουρανό τους τυφλοκόρακες...



13. ΜΕΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ


13. ΜΕΣ ΣΤΟ ΒΑΛΤΟ

Τι θες να κάνω; Πάνω που πήδαγα το σύνορο
έλαμψε το ρουφιανοφέγγαρο μες στα στιλέτα.

Και τ’ άλλο τώρα: λεν πως θα λάβεις στη γιορτή σου
το κεφάλι μου πεσκέσι. Ακόμα λεν πως μες στις εκκλησιές
ψέλνουν γλυκύτατες φωνές πως είσαι μάγισσα. Κι ακόμα
οι κοτούλες βράχνιασαν στην πιάτσα: το ’φαγε το καημένο
το παιδί αυτή η πουτάνα.

Φαντάζομαι θα σε δικάσουν πάλι
         για κατασκοπεία ή και φόνο.

Και μ’ όλα τούτα να ’χω
και τους παλιούς μου φίλους να με καλούν
σε δείπνο στο ίδιο τραπέζι με τα τέρατα να κουβεντιάσουμε,
να βρούμε, λέει, μια μέση λύση τώρα που γίναν άνθρωποι.
Μα ποιοι; Δεν ντρέπονται;

Καλά να πάθεις που δεν πελεκούσες όταν έπρεπε.
Ας χάφτω τώρα μύγες μες στο βάλτο.


14. ΠΑΡΑΣΙΤΑ


14. ΠΑΡΑΣΙΤΑ


                   Και το ’ξερε.
Περιπολούν παράσιτα μες στα πλατάνια.
         Το ’δαμε.
Περιπολούν μες στα πλατάνια πάνοπλοι.
                            Δε μ’ άκουσε.
Με τέτοια νέκρα...

Μα ποιος τής γύρεψε και τέτοιες πολυτέλειες;

                   ... και να πέσει στο ποτάμι να λουστεί;
                            Δε μ’ άκουσε.
Άστραψαν νερομάχαιρα και τη λιανίσαν
                            σαν πηγή.